αναζητητικός

αναζητητικός
-ή, -ό
ο σχετικός με την αναζήτηση, ερευνητικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αναζητητής. Η λ. μαρτυρεί-ται από το 1841 στο Νομοτεχνικό Ιταλοελληνικό Λεξικό).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • αναζητητής — ο (θηλ. τρία) αυτός που αναζητεί, που ψάχνει ή ερευνά κάτι επίμονα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αναζητώ. ΠΑΡ. αναζητητικός. Η λ. αναζητήτρια πρωτοχρησιμοποιήθηκε από τον λόγιο και εκδότη Αθανάσιο Σακελλάριο σε ερμήνευμα λέξεως] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”